ΙΔΡΥΣΗ – ΙΣΤΟΡΙΑ
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος βρίσκεται παραθαλάσσια, στὴν ΝοτιοΔυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Σύμφωνα μὲ τὴν προφορικὴ παράδοση, στὸν χῶρο τῆς Μονῆς προϋπῆρχε ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα μικρὸ μονύδριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τοῦ ὁποίου σώζεται μέχρι σήμερα Ναΐσκος, ποὺ ἀνήγειρε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ὁ συγκλητικός.
Στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα, μὲ τὴν θαυμαστὴ διὰ θαλάσσης ἔλευση τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, κτίστηκε πρὸς τιμήν του τὸ παλαιὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, ἀπὸ τὸν πρῶτο Ἡγούμενο Ξενοφῶντα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴν ἐπωνυμία της.
Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ἡ Μονὴ δέχθηκε τὴν στήριξη καὶ τὶς δωρεὲς τῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ μὲ τὸν ζῆλο καὶ τὶς θυσίες τῶν Μοναχῶν ἔφθασε σὲ μεγάλη ἀκμή, τὸν 14ο αἰῶνα. Ἀκολούθησαν περίοδοι ἀκμῆς, μὲ ἔντονες δραστηριότητες (κτηριακὴ ἐπέκταση, τοιχογράφηση Καθολικοῦ – Τραπέζης, ἀπόκτηση Μετοχίων κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ παρακμῆς (λεηλασίες πειρατῶν, διωγμοὶ Μοναχῶν κ.ἄ.). Κατὰ τὴν τουρκοκρατία, ἡ λειψανδρία καὶ οἱ φόροι τὴν ἔκαμψαν σημαντικά.
Τὸ 1784, ἐπανδρώνεται ἀπὸ τὴν συνοδεία τοῦ Ἱερομ. Παϊσίου Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος γίνεται Ἡγούμενος καὶ μὲ τὴν πνευματική του ἀκτινοβολία καὶ συνετὴ διοίκηση ὁδήγησε τὴν Μονὴ σὲ μεγάλη ἀκμή· συγκεντρώνει πολλοὺς Μοναχοὺς καὶ δημιουργοῦνται προϋποθέσεις γιὰ ἐπέκταση τοῦ κτηριακοῦ οἰκοδομήματος μὲ νέα μεγάλη πτέρυγα (1815) καὶ νέο Καθολικό (1819-1839), τὸ μεγαλύτερο τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1976 μέχρι σήμερα, ἡ Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς καθοδηγεῖται ὑπὸ τοῦ Γέροντος καὶ Καθηγουμένου Αὐτῆς Ἀρχιμ. Ἀλεξίου.
Ἡ πρόνοια καὶ ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐφόρου Παναγίας Ὁδηγητρίας ἐπιφύλαξε στὴν Ἀδελφότητα τὴν βαρειὰ εὐθύνη ἀλλὰ καὶ εὐλογία τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀνακαινίσεως τῆς Μονῆς καὶ ἐπεκτάσεως τοῦ κτηριακοῦ συγκροτήματος. Ὁ σεβαστὸς Γέροντας εἶναι ὁ κτίτορας καὶ πνευματικὸς πατέρας καὶ τοῦ γυναικείου Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Τιμ. Προδρόμου Ἀκριτοχωρίου Σιδηροκάστρου, ποὺ θεμελιώθηκε τὸ 1981 καὶ λειτουργεῖ κατὰ τὴν τάξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος ὑπάγεται ἡ Σκήτη Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ Μετόχιο τοῦ Ἁγίου Φιλίππου, ἐνῶ ἐκτὸς Ἁγίου Ὄρους ἔχει δύο Μετόχια· τὴν Ἱ.Μ.Μεταμορφώσεως στὴν Σκόπελο καὶ τὸ Μετόχιο Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν Ν.Ἰωνία Ἀττικῆς.
ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΘΟΛΙΚΑ
Τὸ παλαιὸ Καθολικὸ εἶναι ἕνα μνημεῖο τέχνης, ἀλλὰ καὶ χῶρος ἰδιαίτερα κατανυκτικὸς καὶ ὑποβλητικός. Ὁ κυρίως Ναὸς κτίστηκε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰ., καὶ προστέθηκαν στοὺς ἑπόμενους αἰῶνες οἱ χοροί, ἡ λιτὴ καὶ ὁ ἐξωνάρθηκας.
Διακρίνονται σ᾿ αὐτό, οἱ πρωτοχριστιανικοὶ κίονες (6ου αἰ.) μεταφερμένοι ἐδῶ σὲ δεύτερη χρήση, τὸ περίφημο ψηφιδωτὸ δάπεδο τοῦ 10ου αἰ., τὸ πρῶτο μαρμάρινο τέμπλο 11ου αἰ. μὲ τὰ περίτεχνα θωράκια καὶ τὸ ἐπιστύλιό του, τὸ ἐπιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ 17ου αἰ. μὲ τὶς εἰκόνες του, ἀλλὰ καὶ οἱ τοιχογραφίες τοῦ Μοναχοῦ Ἀντωνίου, 16ου αἰ.
Τὸ μεγάλο Καθολικὸ τοῦ 19ου αἰ. θαυμάζεται γιὰ τὴν μεγαλοπρέπειά του, τοὺς ὀκτὼ τρούλλους, καὶ τὸ μαρμάρινο τέμπλο τοῦ Τηνίου μαρμαρογλύπτη Ἀντ. Λύτρα.
ΕΦΕΣΤΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Εὐλογία μεγίστη γιὰ τὴν Μονὴ καὶ τοὺς προσκυνητές, ἀποτελεῖ ἡ παρουσία τῶν δύο ἐφεστίων θαυματουργῶν εἰκόνων, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου, 9ου αἰ., καὶ τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας, 14ου αἰ.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βρισκόταν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πολεμήθηκε ἀπὸ τοὺς διῶκτες· ἀφοῦ τὴν ἔριξαν στὴν φωτιά, καὶ ἔμεινε ἀνέπαφη, τὴν τραυμάτισαν μὲ ξίφος στὸ πρόσωπο, ἀπ᾿ ὅπου ἔρρευσε αἷμα ποὺ κατέπληξε τοὺς εἰκονομάχους. Τελικά, τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα, καὶ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔφθασε στὴν Μονὴ μας τὸν 10ο αἰ., καὶ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου, ἡ Μονὴ ἔλαβε τὸ ὄνομά του.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγητρίας κοσμοῦσε τὸν δεξιὸ κίονα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου μέχρι τὸ 1730, ὅταν κάποια ἡμέρα θαυματουργικά, ἦλθε μόνη της καὶ βρέθηκε στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς μας, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν ἀσφαλισμένες. Οἱ Βατοπεδινοὶ πατέρες τὴν ἀνεζήτησαν καὶ νομίζοντας ἀνθρώπινη ἐνέργεια τὴν μεταφορά της, τὴν ἐπέστρεψαν καὶ τὴν ἀσφάλισαν στὸ Καθολικό τους. Τὸ θαῦμα, ὅμως, τῆς Παναγίας ἐπαναλήφθηκε καὶ διαβεβαιώθηκαν ὅλοι ὅτι εἶναι θέλημα τῆς Παναγίας νὰ παραμείνει στὴν Ἱ.Μ.Ξενοφῶντος, πρὸς χάρη τῶν ἐκεῖ ἐνασκουμένων τέκνων Της.
ΚΕΙΜΗΛΙΑ – ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟ
Στὸ μεγάλο Καθολικὸ φυλάσσεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Κεχαριτωμένης, 13ου αἰ., καὶ ἱερὰ Λείψανα (Τίμιο Ξύλο, αἷμα Τ.Προδρόμου καὶ Ἁγ. Δημητρίου, Ἁγ. Γεωργίου τροπαιοφόρου, Ἁγ. Στεφάνου, Ἁγ. Τρύφωνος, ἡ δεξιὰ τῆς Ἁγ.Μαρίνας, πέλμα Ἁγ.Θεοδώρου Τήρωνος κ.ἄ.), ποὺ μὲ τὴν θαυματουργὸ χάρη τους μεταδίδουν στοὺς πιστοὺς τὸν ἁγιασμό.
Ἐπίσης, ἕνα πλῆθος κειμηλίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας καὶ Ἁγιορειτικῆς τέχνης, ποὺ ἀποτελοῦν καρποὺς τῆς πολιτιστικῆς καὶ φιλοκαλικῆς Ἁγιορειτικῆς μέριμνας, εἶναι ἀποθησαυρισμένο στὸ Σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς. Δύο ψηφιδωτὲς εἰκόνες τῶν Ἁγίων Γεωργίου καὶ Δημητρίου, 11ου αἰ., δῶρα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ, εἰκόνες ἀπὸ τὸν 12ο ἕως τὸν 18ο αἰ., Παλαιολόγειας καὶ Κρητικῆς τεχνοτροπίας, ἄμφια χρυσοκέντητα, Ἁγιοπότηρα καὶ ἄλλα ἀργυρὰ σκεύη, ἀλλὰ καὶ χειρόγραφα περγαμηνὰ καὶ χαρτῶα ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. καὶ παλαίτυπα ἀπὸ τὸν 16ο αἰ. ἀποτελοῦν τὸ ἐκθεσιακὸ ὑλικό.
Τέλος, στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς φυλάσσονται περισσότερα ἀπὸ 500 χειρόγραφα ἀπὸ τὸν 10ο αἰ. καὶ ἑξῆς, καὶ περίπου 10.000 παλαίτυπα καὶ νεώτερα βιβλία.
Ἡ πολιτεία τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω μὲ τὰ πάνσεπτα καὶ Θεοτοκοφρούρητα ἱερὰ σκηνώματά της, ἀποτελεῖ τόπος ἁγιάσματος τῶν ἐνασκουμένων πατέρων, πηγὴ χαρίτων γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ μὲ εὐλάβεια προστρέχουν σ᾿ αὐτή, καὶ κιβωτὸ ἁγίων θησαυρισμάτων καὶ ἱερῶν παραδόσεων τοῦ εὐσεβοῦς γένους τῶν Ὀρθοδόξων.
Τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ζωογονούμενο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μετοχετεύει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ γίνεται τῆς οἰκουμένης φάρος φωτεινὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸ αἰώνιο λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.